- βοηλατικη
- βοηλατικήβο-ηλᾰτικήἥ (sc. θεραπεία) уход за рогатым скотом Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βοηλατική — βοηλατικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηλατικός — βοηλατικός, ή, όν (Α) 1. όποιος ανήκει στον βοηλάτη 2. ο κατάλληλος για βουκόλος 3. το θηλ. ως ουσ. η βοηλατική η τέχνη του βοηλάτη … Dictionary of Greek